ἀπειλουμένη

ἀπειλουμένη
ἀπειλέω
keep away
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
ἀπειλέω 1
keep away
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
ἀπειλέω 2
hold out
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …   Dictionary of Greek

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κώνστας — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Δυτικού και του Ανατολικού (Βυζάντιο) κράτους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’ (Flavius Julius Constans, 323 – 350). Αυτοκράτορας του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους (337 350). Ήταν ο μικρότερος γιος του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Μιλτιάδης — (554 – 489 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Το 518 διαδέχτηκε τον αδελφό του Στησαγόρα στη διακυβέρνηση της θρακικής χερσονήσου. Το 515 κατέπνιξε με ένα σώμα μισθοφόρων μια εξέγερση στη Θράκη και δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε τον Δαρείο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λευκωσίας (Κύπρου), Δημοτικό — Το μικρό αυτό μουσείο (Νίκου Κωνσταντίνου 29, Αγλαντζιά Λευκωσίας), που ιδρύθηκε από τον Μιχάλη Αθανασίου, απευθύνεται κυρίως σε μαθητές, τους οποίους προσπαθεί να φέρει σε επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Οι δύο πρώτοι χώροι είναι αφιερωμένοι στον …   Dictionary of Greek

  • Φαβιέρος, Κάρολος — (Fabvier, Ποντ α Μουσόν 1783 – Μποσέν 1855). Γάλλος στρατιωτικός και φιλέλληνας. Σπούδασε στο Παρίσι και πήρε μέρος στους Nαπολεόντειους πολέμους (διακρίθηκε στη μάχη του Εϊλό το 1807). Το 1807 πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, για να βοηθήσει τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”